- φροϊδικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την επιστημονική θεωρία του Φρόιντ: Φροϊδική σχολή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.